-
1 δασεια
-
2 δασύς
δασύς, εῖα, ὑ, dicht, rauch; verwandt das Latein. densus. Bei Homer δασὐς zweimal, in einer und derselben Stelle, Odyss. 14, 49. 51 εἷσεν δ' εἰσαγαγών, ῥῶπας δ' ὑπέχευε δασείας, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα ἰονϑάδος ἀγρίου αἲγός, αὐτοῠ ἐνεύναιον, μέγα καί δασύ. Vgl. das Compositum δασὐμαλλος Odyss. 9, 435. – Bei den Folgenden heißt δασὐς: – 1) dichtbehaart; μασχάλαι λόχμης δασὐτεραι Ar. Eccl. 61; γέῥῥα δασειῶν βοῶν u. βοῶν δασέα, von rauchen, d. i. rohen Fellen, Xen. An. 4, 7, 22. 5, 4, 12; χειρῐδες Cyr. 8, 8, 17; τὰ σώματα δασεῖς Arr. Ind. 24; bärtig, Strat. 12 (XII, 26); δασεῖς καὶ προβεβηκότες entgeggstzt den νεώτεροι Buto Stob. flor. 6, 29; Ggstz λεῐος, Eubul. Ath. X, 449 e (v. 2). – Auch ἱμάτιον, Philem. bei D. L. 6, 87. – 2) mit Bäumen dicht bewachsen, γῆ δασέη ὕλῃ παντοίῃ Her. 4, 21; vgl. 191; χωρίον δασύ Thuc. 4, 29, = ὑλῶδες; öfter Xen., χωρίον δασὺ πίτυσι, ποταμὸς δασὺς δέν, δρεσι, An. 4, 7, 6. 8, 2; παράδεισος δασὺς παντοίων δένδρων 2, 4, 14; Folgde; τὰ δασέα, dichtes Gebüsch, 4, 7, 7 u. öfter. Aehnl. στέφανος Plat. Conv. 212 e. Von Wolken Diod. 3, 44. – 3) πνεῦμα δασύ, spiritus asper, Gramm.; auch δασεῖα προσῳδία, vgl. Ath. IX, 398 a; τὰ δασέα, aspiratae: φ, χ, ϑ. – Adv., δασέως ἔχειν Arist. physiogn. 6, 39.
-
3 δασύς
I with a shaggy surface,1 hairy, shaggy,δέρμα.. μέγα καὶ δ. Od.14.51
; ὀ δ. γενέσθαι, of the bald, recover their hair, Hp. Aph.6.34; of young hares, downy, Hdt.3.108; γέρρα δ. βοῶν, βοῶν δασειῶν ὠμοβόεινα shields of skin with the hair on, X.An.5.4.12, 4.7.22;ὀσφὺν δασέαν SIG1037.6
(Milet., iv/iii B. C.); of birds, Thphr. Fr. 180;τὰ σώματα δασεῖς Arr.Ind.24
: [comp] Sup., Arist.Phgn. 812b17. Adv. δασέως, ἔχειν περὶ τὴν κοιλίαν ib.15.2 thick with leaves, Od.14.49; θρίδαξ δασέα, opp. παρατετιλμένη, Hdt.3.32; of places, thickly wooded, bushy, abs., Id.4.191, cf. Hp.Aë. 1; διὰ.. τῶν δασέων through the thickets, Ar.Nu. 325: c. dat. modi,δ. ὕλῃ παντοίῃ Hdt.4.21
; ἴδησι παντοίῃσι ib. 109;ἐλαίαις Lys.7.7
: rarely c.gen.,δ. παντοίων δένδρων X.An.2.4.14
; τὸ δ. bushy country, ib.4.7.7;δ. γῆ Schwyzer 734
([place name] Zelea).3 generally, rough, thick,μαλακαὶ καὶ δ. νεφέλαι D.S. 3.45
.4δ. οὖρα
cloudy,Hp.
Epid.7.112.2 aspirated, Arist.Aud. 804b8, Ph.1.29, D.T.631.22, etc.; ἡ δασεῖα (Sc. προσῳδία) Seleuc. ap. Ath.9.398a, A.D.Synt.319.20;δ. τὸ θ καὶ τὸ φ καὶ τὸ χ D.H.Comp.14
. Adv. -έως, ἀναγνῶναι, ἐκφέρειν, A.D.Pron.78.16,S.E.M.1.59.III δ. παράγωγος, Hsch. (Perh. for δ[ngnull]-δύς, cf. Lat. densus.)
См. также в других словарях:
προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… … Dictionary of Greek
spìrito — (придыхание I | esprit | Spiritus | breathing | spìrito) Названием «придыхание» (лат. spiritus «дыхание») обозначают характер приступа начального гласного в греческом языке. Густое придыхание (esprit dur | Spiritus asper | rough breathing |… … Пятиязычный словарь лингвистических терминов